Γουέστερν

ΠΡΟΒΟΛΗ ΤΑΙΝΙΑΣ ΣΤΑ ΒΡΙΛΗΣΣΙΑ

Πέμπτη 27 Μαρτίου 2025, 8:15΄μμ, στο ΤΥΠΕΤ (Υμηττού & Πλαταιών) από το Cine Δράση


Γουέστερν/Western

 

Γερμανία, Βουλγαρία, Ηνωμένο Βασίλειο, 2017. Διάρκεια: 119΄.  Σενάριο-Σκηνοθεσία: Valeska Grisebach.  Πρωταγωνιστούν: Meinhard Neumann, Reinhardt Wetrek, Syuleyman Alilov Letifov, Veneta Frangova 

Το Cine Δράση συνεχίζει τις προβολές του την Πέμπτη 27 Μαρτίου 2025, στις 8:15΄μμ, στο ΤΥΠΕΤ με το «Γουέστερν» 3η μεγάλου μήκους ταινία της Γερμανίδας Valeska Grisebach. Ένα συναρπαστικό κοινωνικό δράμα που ακτινογραφεί αποκαλυπτικά τη σύγχρονη ευρωπαϊκή πραγματικότητα, μέσα από ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον και  ευφυές ταξίδι στην καρδιά της σύγχρονης κατακερματισμένης Ευρώπης και του κυρίαρχου ρόλου της Γερμανίας σε αυτήν.  Παγκόσμια Πρεμιέρα στο τμήμα Un Certain Regard του Φεστιβάλ Καννών, προβολές σε πολλά  διεθνή Φεστιβάλ, Βραβείο της Επιτροπής στη Σεβίλλη, Βραβείο Καλύτερης Ταινίας στους «Νέους Ορίζοντες» (Πολωνία),   Βραβείο της Διεθνούς Ένωσης Κριτικών (Fipresci) σε Πολωνία, Κροατία και φιναλίστ για το Βραβείο LUX του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου: αυτές είναι μερικές από τις διακρίσεις του φιλμ που καταπιάνεται με τα στερεότυπα που κουβαλούν οι άνθρωποι και τη δυσκολία να κατανοήσουν και να επικοινωνήσουν με το άλλο, το διαφορετικό.  

Για να μην αφήσουμε τον τίτλο της ταινίας να λειτουργήσει παραπλανητικά ας ξεκαθαρίσουμε από την αρχή ότι δεν μιλάμε για αληθινό γουέστερν. Η υπόθεση του δεν εξελίσσεται στην Άγρια Δύση, αλλά  στο έδαφος της Βουλγαρίας σε ένα χωριό κοντά στα Ελληνοβουλγαρικά σύνορα. Δηλαδή στην καθ΄ ημάς Ανατολή, τα καταταλαιπωρημένα Βαλκάνια,  που όμως προβάλλουν –με κάποιους τρόπους και για κάποιους λόγους- σαν ένα νέο Ελ Ντοράντο για τις πλούσιες χώρες του Ευρωπαϊκού Βορρά. Βέβαια υπάρχουν άλογα, υπάρχουν σκληροί άντρες, υπάρχουν κώδικες τιμής. Και παράδοξα, πολλά παράδοξα.   Ένα από αυτά είναι ότι  ενώ η περιοχή έχει ουσιαστικά ερημώσει από νεολαία, καθώς όλοι έχουν φύγει μετανάστες σε Αμερική, Γερμανία  ακόμα και  Ελλάδα, οι Γερμανοί έρχονται στη χώρα  για δουλειές.  Καθώς ανοίγει το φιλμ, μια ομάδα Γερμανών εργατών έχουν σταλεί σε αυτή την απομακρυσμένη περιοχή της βουλγαρικής υπαίθρου προκειμένου να ξεκινήσουν την κατασκευή ενός υδροηλεκτρικού σταθμού, μέσω του οποίου υποτίθεται πως θα βελτιωθεί η υποδομή όλης της περιοχής και θα έρθει η ανάπτυξη. Με λεφτά της Ευρωπαϊκής Ένωσης βεβαίως. Συνειδητά ή όχι, πολλοί από αυτούς υιοθετούν συμπεριφορά που διακατέχεται από αίσθημα  ανωτερότητας απέναντι σε αυτό που υποθέτουν ότι είναι η πιο οπισθοδρομική περιοχή του σύγχρονου κόσμου με τους πλέον καθυστερημένους κατοίκους, άλλοτε εξωτικούς, άλλοτε διασκεδαστικούς, άλλοτε επικίνδυνους αλλά πάντα κατώτερους, στους οποίους αυτοί μεταφέρουν εκτός από προηγμένη τεχνολογία και τον βαρύ Δυτικοευρωπαϊκό πολιτισμό. Η αίσθηση  ανωτερότητας εκφράζεται με  πράξεις που κυμαίνονται από την σεξιστική, πατριαρχική συμπεριφορά τους προς τις  γυναίκες της περιοχής, μέχρι την  ανάρτηση μιας γερμανικής σημαίας στο εργοτάξιό τους, σημάδι μιας άλλου τύπου κατάκτησης της χώρας.  Αν κάποιος τους εγκαλούσε για αυτές τις μικρό(;)επιθετικές ενέργειες σχεδόν σίγουρα θα ισχυρίζονταν ότι δεν υπονοούν κάτι ιδιαίτερο, δήλωση που αποκαλύπτει ότι σε μεγάλο βαθμό  είναι ανίκανοι να συνειδητοποιήσουν το πόσο άσχημα προσλαμβάνονται όλα αυτά από τους γηγενείς. Η εξαίρεση στην ομάδα είναι ο καλότροπος μοναχικός πενηντάρης  Meinhard (Meinhard Nuemann), ένας καινουριοφερμένος που κινείται στον αντίποδα των άλλων, κυρίως του σεξιστή, χωρίς τρόπους Γερμαναρά ρατσιστή Vincent (Reinhardt Wetrek). Όσο ο ένας προσπαθεί να πλησιάσει τους ντόπιους, να τους καταλάβει, να σεβαστεί τις συνήθειες τους και τον τρόπο ζωής τους, τόσο ο άλλος κάνει του κεφαλιού του, αδιαφορεί για όλα, λειτουργεί ως κατακτητής. Θέλει απλά να τελειώσει η δουλειά, να κάνει σεξ με κάποια χωριατοπούλα, αν προκύψει, να διασκεδάσει.  Εν τω μεταξύ η ζέστη του καλοκαιριού δεν διευκολύνει την κατάσταση.  

Όταν κάποτε ο Meinhard βρίσκει στο δρόμο του ένα αδέσποτο άλογο, το καβαλικεύει και ταξιδεύει μέχρι την κοντινή πόλη με πρόσχημα να αγοράσει τσιγάρα αλλά πιθανόν  για να συναντήσει ντόπιους χωρίς τις ενοχλητικές παρεμβάσεις των συναδέλφων του. Αν και οι προσπάθειες για επικοινωνία ξεκινούν κάπως άβολα όταν μια γυναίκα αρνείται να συνδιαλλαγεί μαζί του λόγω της γερμανικής του καταγωγής, τελικά ο Meinhard  θα γίνει φίλος με αρκετούς κατοίκους της πόλης, κυρίως τον Adrian (Syuleyman Alilov Letifov)  ιδιοκτήτη του αλόγου, τον οποίο αποκαλεί «αδελφό» και τον ανιψιό του Walko. Καθώς η κατασκευή του εργοστασίου καθυστερεί, οι επισκέψεις του  στην πόλη γίνονται όλο και συχνότερες. Βέβαια δεν μοιράζεται με τους νέους του φίλους  την ίδια γλώσσα, αλλά ούτε αυτό θα σταθεί εμπόδιο. Όλοι  αφιερώνουν χρόνο για να βρουν τρόπο επικοινωνίας με απλές φράσεις και χειρονομίες. Μέσα από τις συνήθως αμήχανες συζητήσεις τους, αρχίζουμε να κατανοούμε καλύτερα  ότι είναι οι ντόπιοι και όχι οι συμπατριώτες και συνάδελφοι του πίσω στο εργοτάξιο που του προσφέρουν την αίσθηση της κοινότητας που απουσίαζε από τη ζωή του για πάρα πολύ καιρό. Με τους ντόπιους, τους πιο πολλούς τουλάχιστον, ταιριάζει καλύτερα, μαθαίνει τα ήθη και τα έθιμα του χωριού, να ιππεύει άλογα,  να επεξεργάζεται τον καπνό,  να αγαπάει την απόλυτα άναρχη φύση, την τόσο μακρινή από την τακτοποιημένη στην υπόλοιπη Ευρώπη.  Τελικά ποιος από τους δύο άντρες και ποια στάση ζωής θα βγει νικήτρια; Ο Meinhard  ή ο Vincent;  Και αν τελικά και οι δύο βγουν ηττημένοι από όλη αυτή την  περιπέτεια, θα μπορέσουν να διαχειριστούν με αξιοπρέπεια την ήττα τους;  

Η Valeska Grisebach σπούδασε φιλοσοφία και γερμανικές σπουδές στο Βερολίνο, το Μόναχο και τη Βιέννη. Το 1993 ξεκίνησε να σπουδάζει σκηνοθεσία στη Βιεννέζικη Ακαδημία Κινηματογράφου με τους Πίτερ Πάτζακ, Βόλφγκανγκ Βολφ και Μίχαελ Χάνεκε. Γύρισε την πρώτη της ταινία με τίτλο «Mein Stern» το 2001. Η δεύτερη το  «Longing» έκανε πρεμιέρα το 2006 στο Διαγωνιστικό της Μπερλινάλε.  Εδώ προσεγγίζει το υλικό της χαλαρά, ρεαλιστικά, σαν να παρατηρεί την πραγματική ζωή,  επεξεργάζεται αθόρυβα τις εντάσεις μεταξύ των  δύο αντρών, τις συγκρούσεις ανάμεσα στον Meinhard και τους συναδέλφους του και αυτές ανάμεσα στους «κατακτητές» και τους χωρικούς που δεν είναι ενθουσιασμένοι με το γεγονός ότι μετά από 70 χρόνια ξαναβρίσκονται Γερμανοί ανάμεσα τους πυροδοτώντας μια νέα σύγκρουση πολιτισμών.  Με την ίδια προσοχή παρακολουθεί τις προσπάθειες του Meinhard να επικοινωνήσει με τους χωρικούς και απροσδόκητα να βρίσκει κοινή γλώσσα μαζί τους. Σκηνοθετεί συγκρατημένα, χωρίς υπερβολές, μελοδραματισμούς  ή υστερίες το «Western» της ώστε σκόπιμα το ύφος του να θυμίζει αμερικάνικο γουέστερν. Χειρίζεται πανέξυπνα τους κώδικες αυτού του είδους σινεμά  με τα Βαλκάνια να παίζουν το ρόλο μιας νέας Άγριας  Ανατολής, ενώ με όχημα τις  υπαρξιακές αναζητήσεις του κεντρικού μοναχικού ήρωά της καταθέτει ένα σχόλιο για το αβέβαιο μέλλον της Γηραιάς Ηπείρου που μοιάζει όσο ποτέ άλλοτε διαιρεμένη και χωρίς προσανατολισμό, αλλά και ένα συγκινητικό σχόλιο για την ανάγκη κάθε ανθρώπινης ύπαρξης να ανήκει κάπου.  Αυτό, όμως,  που αναβαθμίζει συνολικά το φιλμ  είναι η απόφαση της να χρησιμοποιήσει μη επαγγελματίες ηθοποιούς. Μια ριψοκίνδυνη λύση που θα μπορούσε να έχει καταστροφικά αποτελέσματα στην περίπτωση που εκείνοι δεν θα μπορούσαν να διατηρήσουν αμείωτο  το ενδιαφέρον των θεατών σε όλη τη διάρκεια του φιλμ. Δεν ισχύει εδώ αυτό,  καθώς οι ερμηνευτές  αποδίδουν όμορφα τους χαρακτήρες που υποδύονται χωρίς ποτέ να προδίδουν την ερασιτεχνική τους ιδιότητα. Επικεφαλής τους ο Meinhard Neumann, εργάτης αυτοκινήτων στο πραγματικό του επάγγελμα, δεσπόζει στην οθόνη  ακόμα και όταν απλώς στέκεται εκεί και παρατηρεί ήσυχα όσα συμβαίνουν γύρω του.  Κανείς δεν ξέρει αν σκοπεύει να συνεχίσει με την υποκριτική ή όχι, αλλά η εμφάνιση του εδώ δείχνει να έχει τα προσόντα να εγκαταλείψει την καθημερινή δουλειά  του και να τη συνεχίσει την υποκριτική  

Εδώ https://www.youtube.com/watch?v=0RUdGvKzOXY το trailer.

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο